εξαμβλωματικός

εξαμβλωματικός
η , ό[ν] уродливый, ужасный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εξαμβλωματικός" в других словарях:

  • εξαμβλωματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εξάμβλωμα ή στην εξάμβλωση 2. αυτός που μοιάζει με εξάμβλωμα, τερατώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξάμβλωμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Γεώργ. Παγίδα] …   Dictionary of Greek

  • εξαμβλωματικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εξάμβλωση (βλ. λ.), εκτρωτικός, που συντελεί στην εξάμβλωση. 2. ο όμοιος με εξάμβλωμα, τερατώδης, τερατόμορφος, οικτρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»